- παντομίμα
- Μορφή θεάτρου στην αρχαία Ρώμη, καθαρά ρωμαϊκή δημιουργία. Τα θέματα ήταν σχεδόν πάντα μυθολογικά και τα λόγια τα τραγουδούσαν, ενώ ο ηθοποιός χόρευε σιωπηλά ή έπαιζε τους ρόλους. Το 20 π.Χ. ο Έλληνας ηθοποιός Πυλάδης εμπλούτισε την π. με μεγάλη χορωδία ή ορχήστρα αντί του ενός μόνο τραγουδιστή. Η π. υπήρξε τόσο δημοφιλής στη Ρώμη, που στάθηκε αφορμή να παραμεριστεί η τραγωδία. Τα διαλείμματα που γίνονταν στη διάρκεια της παράστασης για την αλλαγή του προσωπείου και του κοστουμιού, τα συμπλήρωναν με μουσική από τη χορωδία, που χρησίμευε για να συνδέει τις κυριότερες σκηνές. Η χρησιμοποίηση γυναικών στην π. άρχισε να γίνεται μόνο στους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας. Η κατανόηση των λεπτών αποχρώσεων αυτής της μορφής τέχνης απαιτούσε κάποια καλλιέργεια, γι’ αυτό και η π. ήταν το ευνοούμενο θέαμα των καλλιεργημένων κοινωνικών τάξεων, ενώ ο μίμος με τα αστεία του άρεσε περισσότερο στις λαϊκές τάξεις.
Η π. υπήρξε αυτόνομη παράσταση μόνο για σύντομες περιόδους, γιατί επηρεάστηκε από τύπους θεαμάτων διαφορετικής καταγωγής (τα μεσαιωνικά μυστήρια, το μπαλέτο των ιταλικών και γαλλικών αυλών του 15ου αι., την Koμέντια ντελ’ άρτε). Στα θεάματα αυτά συμπλέκονταν συχνά –εκτός από τον χορό και τη μιμική, με τα οποία συνδέεται στενά η παντομίμα– θεάματα μαριονετών, θεάτρου σκιών και ακροβατικών ασκήσεων. Η π. γνώρισε τη χρυσή της περίοδο το 17o και 18o αι. στην Αγγλία και στη Γαλλία, όπου είχε σημαντικές επιτυχίες ακόμα και μέχρι τον περασμένο αιώνα, κυρίως με το ανακαινιστικό έργο του Ντεμπιρό. Σημαντική είναι η συμβολή της σε όλα τα είδη του θεάματος· φτάνει να σκεφτούμε μερικά σκετς των επιθεωρήσεων, τα κωμικά ιντερμέδια των κλόουν και, τέλος, τον κινηματογράφο, κυρίως στην περίοδο του βωβού.
Σήμερα τα θεάματα π. επιζούν στην Αγγλία ως χριστουγεννιάτικο θέαμα, και κυρίως στη Δανία με τις παραστάσεις των φημισμένων Τίβολι Γκάρντενς. Στους κανόνες της παντομίμας στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος το θέατρο των χωρών της Ανατολής (Κίνας, Ινδίας).
Παντομίμα. Παραδοσιακή παράσταση στο υπαίθριο Μουσείο του Ώχρους (Δανία).
Ο Γάλλος μίμος Μαρσέλ Μαρσό (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η1. θεατρικό είδος στο οποίο η δράση εκφράζεται όχι με λόγια αλλά με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις τού σώματος, χειρονομίες και εκφράσεις τού προσώπου2. φρ. «παίζει παντομίμα» — λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να συνεννοηθεί με χειρονομίες χωρίς να μιλά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pantomime < παντόμιμος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.